Και ότε το Αρνίον ήνοιξε την σφραγίδα την εβδόμην, εγένετο σιγή εν τω ουρανώ ως ημιώριον… Και οι επτά άγγελοι, οι έχοντες τας επτά σάλπιγγας ήτοίμασαν εαυτούς ίνα σαλπίσωσι. (Αποκάλυψις Ιωάννου, Η:1 & Η:6)
Η νύχτα είχε αφήσει ελάχιστα ίχνη δροσιάς, και κατά το χάραμα ο ήλιος προετοίμαζε την άφιξή του με ένα καυτό αγέρι πάνω από την άχρωμη θάλασσα.
Ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ είναι μισοξαπλωμένος πάνω σε μερικά κλαριά πεύκου σκορπισμένα στην παραλία. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα και κατακόκκινα από την αϋπνία.
Ο Γιενς, όμως, κοιμάται τον δίκαιο ύπνο του ιπποκόμου ροχαλίζοντας βαριά• αποκοιμήθηκε εκεί που ξάπλωσε, στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα βράχια και το στόμα του χάσκει ορθάνοιχτο προς το χάραμα. Από το λαρύγγι του ξεπηδάνε ήχοι που μοιάζουν να βγαίνουν από τις εσχατιές της κόλασης.
Τα άλογα ξυπνούν από το ξαφνικό αγέρι. Στρέφουν τα στεγνά τους ρουθούνια προς τη θάλασσα. Ισχνά και ταλαιπωρημένα είναι κι αυτά, σαν τους αφεντάδες τους.
Ο ιππότης έχει σηκωθεί και έχει πάει στην άκρη της θάλασσας• ξεπλένει το ηλιοκαμένο πρόσωπό του και τα πληγιασμένα του χείλη.
Ο Γιενς στριφογυρίζει στον ύπνο του, βογκάει και ξύνει με μανία τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά. Μια ουλή που ξεκινάει από το αριστερό μάτι και φτάνει ώς το κούτελο, ξεχωρίζει κάτασπρη στο βρόμικο πρόσωπό του.
Ο ιππότης επιστρέφει στην παραλία και γονατίζει. Με τα μάτια κλειστά και ζαρωμένο μέτωπο κάνει την πρωινή του προσευχή. Κρατάει τα χέρια του σφιγμένα και τα χείλη του σχηματίζουν σιωπηλές λέξεις. Στο πρόσωπό του διαγράφεται θλίψη και πικρία.
Ανοίγει τα μάτι και ατενίζει κατάματα τον ήλιο, ο οποίος ξεχύνεται από την ομιχλώδη θάλασσα σαν πρησμένο, ψόφιο ψάρι. Ο ουρανός είναι γκρίζος κι ακίνητος, ένας μολυβένιος θόλος. Παραπέρα στέκει ένα σύννεφο, βουβό και σκοτεινό, στον δυτικό ορίζοντα.
Ψηλότερα μόλις που διακρίνεται ένα θαλασσοπούλι με φτερά μαρμαρωμένα. Κράζει με φωνή ασυνήθιστη κι ανήσυχη.
Το μεγάλο ψαρί άλογο του ιππότη και χλιμιντράει. Ο Αντόνιους Μπλοκ γυρίζει.
Πίσω του στέκει ένας μαυροντυμένος άντρας. Το πρόσωπό του είναι πολύ χλωμό και κρύβει τα χέρια του στις φαρδιές πτυχές του μανδύα του.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Ποιος είσαι εσύ;
ΘΑΝΑΤΟΣ: Είμαι ο Θάνατος.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Ήρθες να με πάρεις;
ΘΑΝΑΤΟΣ: Περπατούσα καιρό στο πλάι σου.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό το ξέρω.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Είσαι έτοιμος;
ΙΠΠΟΤΗΣ: Το κορμί μου φοβάται, εγώ όχι.
[ΘΑΝΑΤΟΣ: Καλά, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι γι’ αυτό.]
Ο ιππότης έχει σηκωθεί, κρυώνει. Ο Θάνατος ανοίγει τον μανδύα του για να σκεπάσει τον ιππότη στους ώμους.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Περίμενε λίγο.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Έτσι λέτε όλοι σας. Εγώ αναβολές δεν δίνω.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Σκάκι παίζεις, έτσι δεν είναι;
Μια λάμψη ενδιαφέροντος περνάει από το βλέμμα του Θανάτου.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Αυτό πού το ξέρεις;
ΙΠΠΟΤΗΣ: Ε; Το έχω δει σε πίνακες και το ’χω ακούσει σε τραγούδια.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Ναι, πράγματι, είμαι πολύ καλός στο σκάκι.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Πάντως, καλύτερος από μένα αποκλείεται να είσαι.
Ψάχνει στο μεγάλο σάκο του που έχει δίπλα του και βγάζει μια μικρή σκακιέρα, την τοποθετεί με προσοχή κάτω και αρχίζει να παρατάσσει τα πιόνια.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Γιατί θέλεις να παίξεις σκάκι με μένα;
ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό είναι δικό μου θέμα.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Σωστά.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Με τον όρο ότι θα ζω όσο μπορώ να σε αντιμετωπίζω στο παιχνίδι. Αν σου κάνω ματ, με αφήνεις ήσυχο. [Σύμφωνοι;]
Ο ιππότης απλώνει τα χέρια του προς τον Θάνατο, ο οποίος τον κοιτάζει με ένα ξαφνικό χαμόγελο. Ο Θάνατος επιλέγει. Ο ιππότης ανοίγει την παλάμη του. Μέσα της βρίσκεται ένα μαύρο Πιόνι.
ΙΠΠΟΤΗΣ: Με τα μαύρα παίζεις!
ΘΑΝΑΤΟΣ: Ό,τι πρέπει• έτσι δεν είναι;
Ο ιππότης και ο Θάνατος σκύβουν πάνω από τη σκακιέρα. Ο Αντόνιους Μπλοκ, σκέφτεται λίγο και προωθεί το Πιόνι που βρίσκεται μπροστά από τον Βασιλιά. Ο Θάνατος απαντάει με την ίδια κίνηση.
Το πρωινό αεράκι έχει σταματήσει, η ανήσυχη κίνηση της θάλασσας πάγωσε και βουβάθηκε, ο ήλιος καθώς ξεπροβάλλει μέσα από την αχλύ του λάμπει πάλλευκος, και το θαλασσοπούλι στέκει ακίνητο κάτω από το μαύρο σύννεφο.
[με αφορμή ένα άρθρο του Τζορτζ Στάινερ για τον Β.Β.]
Die Lösung
Nach dem Aufstand des 17. Juni
Ließ der Sekretär des Schriftstellerverbands
In der Stalinallee Flugblätter verteilen
Auf denen zu lesen war, daß das Volk
Das Vertrauen der Regierung verscherzt habe
Und es nur durch verdoppelte Arbeit
zurückerobern könne. Wäre es da
Nicht doch einfacher, die Regierung
Löste das Volk auf und
Wählte ein anderes?
Η Λύση*
Μετά την εξέγερση της 17ης Ιουνίου
έβαλε ο γραμματέας της Ενώσεως Συγγραφέων
να μοιράσουν προκηρύξεις στη λεωφόρο Στάλιν
που λέγανε πως ο λαός
απώλεσε τελικώς την εμπιστοσύνη της Κυβερνήσης
κι ούτε πρόκειται να την επανακτήσει
παρά μόνο με διπλή δουλειά. Μα τότε
δεν θα ‘τανε στ’ αλήθεια απλούστερο
να διέλυε η Κυβέρνηση τον Λαό
και να εξέλεγε στη θέση του
έναν άλλον;
(se μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή, από το “Η Βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων” – εκδ. Gutenberg)
*από μόνο του αυτό το ποίημα δείχνει πόσο εκτιμούσε ο Μπρεχτ ην βαθιά πολιτικοποιημένη εργατική τάξη και την επαναστατικότητά της σε οποιοδήποτε πλαίσιο. Γράφτηκε για την εξέγερση Ιουνίου του 1953 στο ανατολικό Βερολίνο. Βέβαια οι Ανατολικογερμανοί καταλάβαιναν την ειρωνεία στα γραπτά του Μπρεχτ, αλλά δεν τον άγγιζαν, ειδικότερα μετά τη βράβευσή του με το βραβείο Στάλιν. Παρά το όσα έγραφε με πίκρα και ειρωνεία ενίοτε ο Μπρεχτ παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός κομουνιστής.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]