Η ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ

Απόσπασμα μετάφρασης [© Γρηγόρης Κονδύλης / Greg Greggan Kondylis] 😉

Η νύχτα είχε αφήσει ελάχιστα ίχνη δροσιάς, και κατά το χάραμα ο ήλιος προετοίμαζε την άφιξή του με ένα καυτό αγέρι πάνω από την άχρωμη θάλασσα.

Ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ είναι μισοξαπλωμένος πάνω σε μερικά κλαριά πεύκου σκορπισμένα στην παραλία. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα και κατακόκκινα από την αϋπνία.

Ο Γιενς, όμως, κοιμάται τον δίκαιο ύπνο του ιπποκόμου ροχαλίζοντας βαριά• αποκοιμήθηκε εκεί που ξάπλωσε, στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα βράχια και το στόμα του χάσκει ορθάνοιχτο προς το χάραμα. Από το λαρύγγι του ξεπηδάνε ήχοι που μοιάζουν να βγαίνουν από τις εσχατιές της κόλασης.

Τα άλογα ξυπνούν από το ξαφνικό αγέρι. Στρέφουν τα στεγνά τους ρουθούνια προς τη θάλασσα. Ισχνά και ταλαιπωρημένα είναι κι αυτά, σαν τους αφεντάδες τους.

Ο ιππότης έχει σηκωθεί και έχει πάει στην άκρη της θάλασσας• ξεπλένει το ηλιοκαμένο πρόσωπό του και τα πληγιασμένα του χείλη.

Ο Γιενς στριφογυρίζει στον ύπνο του, βογκάει και ξύνει με μανία τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά. Μια ουλή που ξεκινάει από το αριστερό μάτι και φτάνει ώς το κούτελο, ξεχωρίζει κάτασπρη στο βρόμικο πρόσωπό του.

Ο ιππότης επιστρέφει στην παραλία και γονατίζει. Με τα μάτια κλειστά και ζαρωμένο μέτωπο κάνει την πρωινή του προσευχή. Κρατάει τα χέρια του σφιγμένα και τα χείλη του σχηματίζουν σιωπηλές λέξεις. Στο πρόσωπό του διαγράφεται θλίψη και πικρία.

Ανοίγει τα μάτι και ατενίζει κατάματα τον ήλιο, ο οποίος ξεχύνεται από την ομιχλώδη θάλασσα σαν πρησμένο, ψόφιο ψάρι. Ο ουρανός είναι γκρίζος κι ακίνητος, ένας μολυβένιος θόλος. Παραπέρα στέκει ένα σύννεφο, βουβό και σκοτεινό, στον δυτικό ορίζοντα.

Ψηλότερα μόλις που διακρίνεται ένα θαλασσοπούλι με φτερά μαρμαρωμένα. Κράζει με φωνή ασυνήθιστη κι ανήσυχη.

Το μεγάλο ψαρί άλογο του ιππότη και χλιμιντράει. Ο Αντόνιους Μπλοκ γυρίζει.

Πίσω του στέκει ένας μαυροντυμένος άντρας. Το πρόσωπό του είναι πολύ χλωμό και κρύβει τα χέρια του στις φαρδιές πτυχές του μανδύα του.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Ποιος είσαι εσύ;

ΘΑΝΑΤΟΣ: Είμαι ο Θάνατος.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Ήρθες να με πάρεις;

ΘΑΝΑΤΟΣ: Περπατούσα καιρό στο πλάι σου.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό το ξέρω.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Είσαι έτοιμος;

ΙΠΠΟΤΗΣ: Το κορμί μου φοβάται, εγώ όχι.

[ΘΑΝΑΤΟΣ: Καλά, δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι γι’ αυτό.]

Ο ιππότης έχει σηκωθεί, κρυώνει. Ο Θάνατος ανοίγει τον μανδύα του για να σκεπάσει τον ιππότη στους ώμους.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Περίμενε λίγο.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Έτσι λέτε όλοι σας. Εγώ αναβολές δεν δίνω.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Σκάκι παίζεις, έτσι δεν είναι;

Μια λάμψη ενδιαφέροντος περνάει από το βλέμμα του Θανάτου.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Αυτό πού το ξέρεις;

ΙΠΠΟΤΗΣ: Ε; Το έχω δει σε πίνακες και το ’χω ακούσει σε τραγούδια.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Ναι, πράγματι, είμαι πολύ καλός στο σκάκι.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Πάντως, καλύτερος από μένα αποκλείεται να είσαι.

Ψάχνει στο μεγάλο σάκο του που έχει δίπλα του και βγάζει μια μικρή σκακιέρα, την τοποθετεί με προσοχή κάτω και αρχίζει να παρατάσσει τα πιόνια.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Γιατί θέλεις να παίξεις σκάκι με μένα;

ΙΠΠΟΤΗΣ: Αυτό είναι δικό μου θέμα.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Σωστά.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Με τον όρο ότι θα ζω όσο μπορώ να σε αντιμετωπίζω στο παιχνίδι. Αν σου κάνω ματ, με αφήνεις ήσυχο. [Σύμφωνοι;]

Ο ιππότης απλώνει τα χέρια του προς τον Θάνατο, ο οποίος τον κοιτάζει με ένα ξαφνικό χαμόγελο. Ο Θάνατος επιλέγει. Ο ιππότης ανοίγει την παλάμη του. Μέσα της βρίσκεται ένα μαύρο Πιόνι.

ΙΠΠΟΤΗΣ: Με τα μαύρα παίζεις!

ΘΑΝΑΤΟΣ: Ό,τι πρέπει• έτσι δεν είναι;

Ο ιππότης και ο Θάνατος σκύβουν πάνω από τη σκακιέρα. Ο Αντόνιους Μπλοκ, σκέφτεται λίγο και προωθεί το Πιόνι που βρίσκεται μπροστά από τον Βασιλιά. Ο Θάνατος απαντάει με την ίδια κίνηση.

Το πρωινό αεράκι έχει σταματήσει, η ανήσυχη κίνηση της θάλασσας πάγωσε και βουβάθηκε, ο ήλιος καθώς ξεπροβάλλει μέσα από την αχλύ του λάμπει πάλλευκος, και το θαλασσοπούλι στέκει ακίνητο κάτω από το μαύρο σύννεφο.

Ποιήματα από το βιβλίο του Τούρμπγιερν Σέβε “Φλέγομαι”

Από το “Φλέγομαι” του Τούρμπγιερν Σέβε σε δική μου μετάφραση (μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Μαγιακόφσκι)

Ζητήστε το!

Μπορώ σαν ταύρος να μουγκρίζω

ή και σαν ήλιος ν’ αστράφτω

πάνω απ’ το νερό του δειλινού!

Ζητήστε το!

κι αβρός ευθύς θα γίνω —

σύγνεφο με παντελόνια

κι όχι άντρας πια.

Πιστεύετε πως παραμιλώ από πυρετό;

Συνέβη αυτό.

Στην Οδησσό.

«Στις τέσσερις θα ’ρθώ»,

μου ’ταξε η Μαρία.

Οχτώ.

Εννιά.

Δέκα.

Γιατί δεν έρχεται;

Η νύχτα τούτη του Δεκέμβρη πανούργα με θωρεί

μέσα απ’ το τζάμι

πίσω από την τσακισμένη ράχη του βραδινού

με περιγελούν τα φώτα.

Κανείς δεν θα μ’ αναγνώριζε:

γεροδεμένος γίγαντας

να σκληρίζει σαν ποντικός

που τον ζουλάνε.

Τι λάθος έχει γίνει;

Τι ποθεί ετούτος:

Ω! Ω! Ω! — Πολλά

πολλά κι αμέτρητα!

Χαλκέντερο δεν με θέλω

ούτε χαλκόδετο μ’ επιθυμώ.

Ο άντρας στη γυναίκα προσβλέπει

κάθε στιγμή της νύχτας

για να κατασιγάσει

την τραχιά του ρίζα.

Δίπλα στο παράθυρο

μαζεύομαι κουβάρι.

το μέτωπο που ψήνει ο πυρετός

κολλάω εκεί στο τζάμι.

Θα αγαπηθούμε

ή όχι;

Ασάλευτος θωρώ

τη φάτσα τη βλογιοκομμένη της βροχής

και περιμένω, περιμένω, περιμένω

ενώ η αντάρα εκεί έξω

πάει κι έρχεται

έρχεται και πάει.

Δεν πιστεύω καν

στις Νίκαιας τις ανοίξεις.

Είν’ έφηβο το άσμα μου.

μιλάει για γυναίκες

κοινότοπες σαν παλιές παροιμίες

μιλάει για άντρες

ασήκωτους σαν τα φορεία.

Ξεχύνονται τα μεσάνυχτα

κρατώντας μια λάμα γυμνή

και χτυπούν.

Οι δώδεκα χτύποι της ώρας

σαν κομμένα κεφάλια πέφτουν

από την καρμανιόλα.

Στο διάβολο με δαύτη!

Άλλο δεν πάει!

Σπαράζει το στόμα να βγει η κραυγή.

Ένα νεύρο πετιέται,

σαν ασθενής ανήσυχος

από κρεβάτι του νοσοκομείου

και να χορεύει αρχινά στο πάτωμα,

ανεβάζοντας ολοένα το ρυθμό.

Άλλα δύο νεύρα το συντροφεύουν

σ’ ένα υστερικό γαϊτανάκι.

Του κάτω ορόφου

το ταβάνι βουλιάζει.

Μύρια νεύρα, μικρά και μεγάλα

ουρλιάζουν σαν τρελοί

και πηδούν ολόγυρα

ίσαμε να λυγίσουν τα γόνατα.

Τα μάτια πάνε πέρα-δώθε

σαν νυσταγμένες τσούχτρες

στη λασποθάλασσα της νύχτας

και τότε — μ’ ένα τίναγμα

ανοίγει η πόρτα!

Το ξενοδοχείο τρέμει

από ντελίριο μέγα.

Ορμάς μέσα,

τα γάντια νευρικά στριφογυρνάς

και ψυχρά δηλώνεις:

«Ξέρετε —

σύντομα θα παντρευτώ».

Μπα; — παρακαλώ,

τι με κόφτει εμένα,

βεβαίως,

να παντρευτείς!

Ατάραχος απόλυτα θα μείνω,

θα το δεις,

με το σφυγμό μου να χτυπά

πιο ήρεμα κι από νεκρού.

Να, μόνο που πίστεψα

πως ήσουν η Τζοκόντα

που έπρεπε να κλέψω.

Σε κλέψανε τώρα άλλοι

και μ’ άφησαν μονάχο

με το σημάδι της φωτιάς

στο μέτωπο.

Τέτοιος είναι του ποιητή ο κλήρος,

και λοιπόν;

Χλευαστικά μου αποκρίνεσαι

πως θα προτιμούσες

κάποιου ζητιάνου τα λιγοστά καπίκια

από τα δικά μου ποιητικά σμαράγδια.

Ένα, όμως, μην ξεχνάς

ότι χλευάζοντας τον Βεζούβιο

χάθηκε η Πομπηία!

Οι λέξεις μου

κρύβουν πολύ χρυσάφι.

Έχω τη δύναμη

ανάθεμα να ρίχνω σε ψυχές

και κορμιά να ανασταίνω.

Δηλώνω ωστόσο

πως κάθε κόκκος ζωντανός,

κάθε κόκκος σκόνης

είναι πολύ πιο ακριβός

απ’ όσα έχω γράψει.

Ακούστε!

Εδώ κηρύσσει με όλη του τη δύναμη

των καιρών μας ο φωνακλάς Ζαρατούστρας!

Τα πρόσωπά μας

πιο νυσταλέα είν’ κι από σεντόνια,

κρέμονται τα χείλη μας

από πάνω σας

σαν τα πολύφωτα.

Εμείς, της πολυτέλειας και της βρομιάς

οι τερατόμορφοι,

με τη σφραγίδα του λεπρού —

εμείς είμαστε πιο καθαροί

κι απ’ τον γαλάζιο ουρανό της Βενετιάς,

πιο άχραντοι κι αμόλυντοι

από θάλασσα και ήλιο:

στον Όμηρο και στον Οβίδιο

ήρωες δεν απαντάς να ’χουν βλογιά στο σώμα

ούτε να ξύνουν τα χελώνια  τους —

όπως ανάμεσά μας!

Η λάμψη απ’ την καρδιά μας

κάνει τον ήλιο να ντραπεί

την όψη ν’ αποστρέψει.

Σ’ εμάς οι τένοντες που δένουν στους μυώνες

Σίγουρα είναι πιο αληθινοί

κι από τις προσευχές μας.

Γιατί, λοιπόν, να κάνουμε

στο χρόνο παρακάλια;

Επίθεση να κάνουμε!

Τον ιμάντα που τον κόσμο μας κινεί

γραπώνουμε και σταματάμε —

κι απ’ την αρχή τον βάζουμε σε κίνηση καινούργια!

Έτσι άρχισε

του Γολγοθά μας η πορεία:

κρανίου τόποι άλλωστε

σε κάθε πόλη υπάρχουν,

από την Πετρούπολη μέχρι την Οδησσό.

Κι από παντού ακούς φωνές:

«Σταυρώστε τον, σταυρώστε τον!»

Κι όμως, εγώ σας αγαπώ,

βασανιστές κι ανθρώπων γέννες

μ’ αγάπη που δεν γνωρίζει όρια.

Καμιά φορά κι ο σκύλος γλείφει

το χέρι που τόνε χτυπά.

Θα με χλευάσει η γενιά μου

σαν φανοστάτη της αγυιάς

καλυμμένο με άσεμνες γραφές.

Αλλά ιδού, κάποιος διαβαίνει πάνω απ’ το βουνό του χρόνου

και μόνο εγώ γρικώ τ’ ανάκρουσμα

του καινούργιου τραγουδιού:

Μπροστάρης στων πεινασμένων τις ολολύζουσες στρατιές

καταφτάνει η Επανάσταση

φορώντας ακάνθινο στεφάνι.

Εγώ είμαι ο προφήτης της!

Εκεί που ο πόνος βρίσκεται,

εκεί είμαι κι εγώ.

Πάει ο καιρός των προσευχών.

και όταν ξεκαμπίσει ο λυτρωτής σας

μέσα από τις εξεγερμένες μάζες,

εγώ θα ξεριζώσω την καρδιά μου

και ποδοπατώντας την

πιο πλατιά θα την κάνω

και θα την παραδώσω στην κοινή θέα,

σαν αιματοβαμμένη παντιέρα.

Οι σκέψεις τρέχουν και πηδούν

σαν τρόφιμοι τρελάδικου.

σαν ναύτες που ξεχύνονται

από τις μπουκαπόρτες

του θωρηκτού που χάνεται

και είν’ αλαφιασμένοι —

έτσι σκαλώνει κι ο Μπουρλιούκ

ξετρελαμένος κάργα

και απ’ του ματιού που ωρύεται

πετάγεται το χάσμα,

από βλέφαρα που μάτωσαν απ’ το πολύ το κλάμα,

σηκώνεται

και τρυφερά μας λέει :

«πολύ καλά… πολύ καλά» —

ποτέ δεν θα ξεχάσω

τα βεγγαλικά εκείνης της ματιάς.

Και βλέπω εκεί,

στην άχλη τ’ ακριβού καπνού

τον πότη Σεβεριάνιν

πάνω απ’ το λικέρ τον πόνο του να βγάζει στο σεργιάνι.

Μα πώς τολμάς να λέγεσαι,

με κλίμακα δυο τόνων,

ο βασιλιάς της ποίησης;

Στις μέρες μας

με τη σιδερογροθιά

πρέπει να ανοίγουμε στα δυο

του κόσμου το χοντρό κρανίο!

Αιώνες ήσασταν νεκροί

απ’ τη λαχτάρα του έρωτα και το μαρτύριο του.

το κόκκινο μονύελο του ήλιου,

ήρθε η ώρα να φορέσω και να σας πω αντίο.

Τα χέρια βγάλτε γρήγορα από τις τσέπες,

κοπρόσκυλα και ρεμπεσκέδες!

Μια βόμβα πιάστε, ένα μαχαίρι, μια πέτρα!

Εμπρός μαρς!

Να βάψουμε την καθημερινότητα στο αίμα

σα σχόλη για να λάμψει!

Κανόνια να βροντούν, παντιέρες να θροΐζουν!

Πιο ψηλά, να φαίνονται, οι αφεντάδες

στων δρόμων τα φανάρια!

Κι εγώ που τούτα διαλαλώ

να είμαι βρίσκω πιθανό

ο δέκατος τρίτος απόστολος.

Μαρία! Μαρία! Μαρία!

Άσε με να μπω, Μαρία!

Δεν μπορώ άλλο να γυρνώ

στους πέντε δρόμους!

Δεν θέλεις;

Μήπως περιμένεις να με δεις

σκιά του εαυτού μου;

Το χρώμα και τα δόντια μου να χάσω καρτεράς;

Μέχρι να καταλήξω

άνθρωπος αξιοπρεπής;

Κουβάρι μαζεύτηκα,

δεν το θωρείς;

Κόσμος περνάει δίπλα μου σε άμαξες παλιές.

Τα μάτια τους στο λίπος κολυμπάνε.

Οι τετράδιπλοι λαιμοί τους σαλεύουν.

Η βροχή χύνει τα δάκρυά της στους οχετούς,

γλείφει των καλντεριμιών το καύκαλο.

Οι σταγόνες από τα λούκια,

Τα θλιβερά μουσάκια των παγοκρυστάλλων.

Η θλίψη μου μουσκεύει τους χοντρούς αγωγιάτες

και στα αριστοκρατικά λαντό,

οι παραφουσκωμένοι κοιλιόδουλοι

σκάζουν,

το λαρδί τους ξεχύνεται από τις άμαξες

και ανακατεύεται με τα κομμάτια της σάρκας

και τα ψίχουλα του ψωμιού

σχηματίζοντας ένα θολό ποτάμι.

Μαρία!

πως να διαπεράσουν οι λέξεις μου

τα χοντρά αφτιά τους;

δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος

που από τη φθισική τη νύχτα έρχεται

μιας βρόμικης φτωχογειτονιάς!

Σου κάνει ένας τέτοιος άντρας,

Μαρία;

Άνοιξε!

Σαν από κράμπα κολλάει το δάχτυλο

στο σιδερένιο ρόπτρο.

Στους δρόμους άγρια θεριά κυκλοφορούν.

Τον λαιμό μου με τα νύχια τους ξεσχίζουν.

Τα μάτια μου διάτρητα

από καρφίτσες γυναικείων καπέλων.

Μ’ αφήνει να μπω!

Μικρή μου αγάπη,

μη σ’ απασχολεί αυτό το πλήθος

των καυλωμένων γυναικών στο λαιμό μου γύρω.

Μέσα μου κουβαλώ

στο διάβα της ζωής

εκατομμύρια ευγενών παθών

και δισεκατομμύρια ευτελών επιθυμιών.

Μην πιστεύεις πως φιλώ κάθε αυθάδικη μικρή

πως πλαγιάζω μ’ όλες

τις «θαυμάστριες του Μαγιακόφσκι».

Έλα πιο κοντά, Μαρία,

γυμνή σαν πόρνη ανήθικη

ή σαν παρθένα ανήσυχη!

Εγώ δεν τσικνίζω τα σονέτα

στη θράκα της αγάπης

σαν τον Σεβεριάνιν.

Εγώ είμαι πέρα για πέρα άντρας

εγώ είμαι πέρα για πέρα αρσενικό.

Για το σώμα σου παρακαλώ

όπως ο χριστιανός για τον επιούσιο.

Δώσ’ το μου, Μαρία!

Το σώμα σου θα τ’ αγαπώ, θα το φροντίζω

σαν τον ανάπηρο πολέμου

που νοιάζεται το μοναδικό του πόδι.

Δεν θέλεις;

Δεν θέλεις!

Ξανά με τύλιξε η νύχτα.

παίρνω την παρατημένη μου καρδιά

και την κουβαλώ

σαν το σκύλο που στην τρώγλη κουβαλά

το πόδι που του έκοψε το τρένο.

Εξαίσια μυρίζουν οι πληγές της καρδιάς.

Οι δρόμοι πλημμυρίζουν

από άλικα φιλιά.

Ρυπαρός, αναμαλλιάρης και βρεγμένος

μετά τη νύχτα στον οχετό

θα σταθώ

και θα μιλήσω με τον Θεό:

«κυρ-Θεέ, μια πρόταση να κάνω:

ας κάνουμε της γνώσης μας το δέντρο

καλού-κακού

λούνα παρκ!

Κρασιά να παραγγείλουμε

να πιει κι ο άγιος Πέτρος!

Μια καινούργια Εύα ας φτιάξουμε, για τον παράδεισο!

Φτάνει να πεις:

πολλές μπορώ να βρω

ανάμεσα στις γλυκούλες των βουλεβάρτων!»

Κουνάει τις λευκές του μπούκλες

και συννεφιάζει η όψη του…

«Να ρωτήσω όμως κάτι, παντοδύναμε Θεέ:

μας έδωσες δύο χέρια

κι ένα κεφάλι έβαλες απάνω στο κορμί μας

— γιατί λοιπόν δεν μας αφήνεις

να φιλιόμαστε, να χαϊδευόμαστε και να φιλιόμαστε;

Γιατί να μην υπάρχει έρωτας

χωρίς τα βάσανα;

Δεν μπορείς να μου αποκριθείς…

πώς να πιστέψω τώρα εγώ

στην παντοδυναμία;

Θεούλη!

Πρόσεχε!

Σκύβω να τραβήξω

από την μπότα μου φαλτσέτα!

Πίσω στον παράδεισό σου,

φτερωτέ μπλοφατζή!

Αλλιώς, στα δύο θα σ’ ανοίξω

από τη Γη του Πυρός ίσαμε την Αλάσκα!»

Κοιτάξτε πως αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια

πλημμύρισαν τον ουρανό με αίμα!

Ε, ουρανέ!

το καπέλο σου βγάλε!

Έρχομαι εγώ!

Σιωπή!

Η οικουμένη κοιμάται

με το τεράστιο αυτί της

τσιμπουριασμένο από άστρα

ν’ ακουμπά στα μπροστινά της πόδια.

Πολλές φορές το σκέφτηκα

πως άσχημα δεν θα ’ταν

με μία σφαίρα να ’βαζα

τέλος στη ζωή μου.

Ό,τι κι αν λέω

δίνω τώρα εδώ

ένα κοντσέρτο τελευταίο —

έναν αποχαιρετισμό.

Με ρούχα γαμήλια

τη νύχτα τούτη θα ντύσουμε.

Από κορμί σε κορμί

θ’ ακτινοβολεί η χαρά.

Ολόρθος θα σταθώ

και θα παίξω

αυλό φτιάχνοντας

της ράχης μου τους σπονδύλους.

Με βροντερές δρασκελιές διαβαίνω τους δρόμους

και πού να στραφώ, αφού μέσα μου βρίσκεται

η κόλαση που καίει;

Εσένα ποιος σε σκαρφίστηκε, επάρατη γυναίκα;

Εμέσματα οι άνθρωποι που βγαίνουν

λουσάτοι απ’ τα γλέντια.

Οι σκέψεις ξεπετάγονται από το καύκαλό μου

σαν ματωμένοι σβόλοι,

γιομάτοι αρρώστια και πηχτοί.

Εγώ, ο θαυματοποιός των ξεφαντωμάτων,

κανέναν πια δεν έχω

για να με συνοδέψει.

Να σπάσω το κεφάλι μου πιστεύω πως θα πρέπει,

στης Νέφσκι το λιθόστρωτο!

Γιατί υπήρξα υβριστής.

Και φώναζα κι έλεγα Θεός πως δεν υπάρχει,

αλλά το χέρι του άπλωσε στην κόλαση που καίει

γυναίκα μού μοστράρισε από τα βάθη μέσα,

που στη θωριά της ράγιζαν βουνά και σίδερα λυγίζαν —

κι δίνει εκείνος εντολή:

Αγάπα την!

(Η μετάφραση έγινε από τα σουηδικά – Γρηγόρης Κονδύλης)

Bertolt Brecht – Η Λύση

[με αφορμή ένα άρθρο του Τζορτζ Στάινερ για τον Β.Β.]

Die Lösung

Nach dem Aufstand des 17. Juni

Ließ der Sekretär des Schriftstellerverbands

In der Stalinallee Flugblätter verteilen

Auf denen zu lesen war, daß das Volk

Das Vertrauen der Regierung verscherzt habe

Und es nur durch verdoppelte Arbeit

zurückerobern könne. Wäre es da

Nicht doch einfacher, die Regierung

Löste das Volk auf und

Wählte ein anderes?

Η Λύση*

Μετά την εξέγερση της 17ης Ιουνίου

έβαλε ο γραμματέας της Ενώσεως Συγγραφέων

να μοιράσουν προκηρύξεις στη λεωφόρο Στάλιν

που λέγανε πως ο λαός

απώλεσε τελικώς την εμπιστοσύνη της Κυβερνήσης

κι ούτε πρόκειται να την επανακτήσει

παρά μόνο με διπλή δουλειά. Μα τότε

δεν θα ‘τανε στ’ αλήθεια απλούστερο

να διέλυε η Κυβέρνηση τον Λαό

και να εξέλεγε στη θέση του

έναν άλλον;

(se μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή, από το “Η Βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων” – εκδ. Gutenberg)

*από μόνο του αυτό το ποίημα δείχνει πόσο εκτιμούσε ο Μπρεχτ ην βαθιά πολιτικοποιημένη εργατική τάξη και την επαναστατικότητά της σε οποιοδήποτε πλαίσιο. Γράφτηκε για την εξέγερση Ιουνίου του 1953 στο ανατολικό Βερολίνο. Βέβαια οι Ανατολικογερμανοί καταλάβαιναν την ειρωνεία στα γραπτά του Μπρεχτ, αλλά δεν τον άγγιζαν, ειδικότερα μετά τη βράβευσή του με το βραβείο Στάλιν. Παρά το όσα έγραφε με πίκρα και ειρωνεία ενίοτε ο Μπρεχτ παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός κομουνιστής.